συνεξομοιώ

συνεξομοιώ
-όω ΜΑ [ἐξομοιῶ]
καθιστώ κάτι εντελώς όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω («[τῷ περιέχοντι] συνεξομοιοῡσθαι πεφύκαμεν πάντες ἄνθρωποι» — όλοι οι άνθρωποι γινόμαστε όμοιοι με το κλίμα, δηλ. συμμορφωνόμαστε ανάλογα με το κλίμα, Πολ.)
αρχ.
προσαρμόζω, εναρμονίζω («τὸ... σχῆμα τοῑς λόγοις συνεξομοιοῡν», Ερμεί.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνεξομοίωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [συνεξομοιῶ] η πλήρης εξομοίωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”